- αυτεκμαγμα
- αὐτέκμαγμααὐτ-έκμαγμα-ατος τό точный слепок, живой портрет Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αυτέκμαγμα — αὐτέκμαγμα, το (Α) [έκμαγμα] απαράλλαχτο αποτύπωμα, ομοίωμα … Dictionary of Greek
αὐτέκμαγμα — one s very image neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)